νεοσυλλέκτων

νεοσυλλέκτων
νεοσύλλεκτος
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Hellenic Air Force — Infobox Military Unit unit name= Hellenic Air Force Πολεμική Αεροπορία caption= Hellenic Air Force Emblem start date= 1930 as a separate service, [ [http://www.haf.gr/en/history/history/history 5.asp Hellenic Air Force/History] ] Army Aviation… …   Wikipedia

  • Structure of the Hellenic Air Force — Organization= The Hellenic Air Force is overseen by the Hellenic Ministry of National Defence, whose current head is minister Vangelis Meimarakis. Combat operations are overseen by the Chief of Operations of the Supreme Air Force Council. Support …   Wikipedia

  • Structure of the Hellenic Army — General Staff*Hellenic Army General Staff Γενικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ) **Chief of Staff of the Army Αρχηγός ΓΕΣ **Inspector General of the Army Γενικός Επιθεωρητής Στρατού / Διοικητής ΔΙΔΟΕΕ **1st Deputy Chief of Staff of the Army A Υπαρχηγός… …   Wikipedia

  • κέντρο — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 114 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, αριστερά του ποταμού Αλιάκμονα, 30 χλμ. ΝΑ της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βεντζίου. 2.… …   Dictionary of Greek

  • ματρίγα — ματρίγα, τὰ (Μ) τα μητρώα τών νεοσύλλεκτων στρατιωτών στο Βυζάντιο …   Dictionary of Greek

  • νεοσύλλεκτος — και νεοσύλλεχτος, η, ο (Α νεοσύλλεκτος, ον) αυτός που στρατολογήθηκε πρόσφατα νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο νεοσύλλεκτος και η νεοσύλλεκτη (ειδικά) αυτός που μόλις κατατάχθηκε για να εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία ως οπλίτης,… …   Dictionary of Greek

  • στρατόπεδο — Τόπος εγκατάστασης στρατεύματος ή ατόμων οργανωμένων στρατιωτικά. Επίσης, τόπος περιορισμού πολιτικών αντιπάλων (σ. συγκέντρωσης). Στην αρχαία Ρώμη, ο στρατός δε στρατοπέδευε, αν προηγούμενα δεν οχυρωνόταν σε θέση η οποία είχε επιλεγεί. Το… …   Dictionary of Greek

  • φουρνιά — η, Ν 1. η ποσότητα που χωράει ο φούρνος για ψήσιμο (α. «μια φουρνιά ψωμί» β. «μια φουρνιά κουλούρια») 2. μτφ. αριθμός, σύνολο, σειρά προσώπων ή πραγμάτων (α. «η νέα φουρνιά νεοσύλλεκτων» β. «κι άλλη φουρνιά μεταναστών») 3. φρ. «φουρνιές,… …   Dictionary of Greek

  • Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση …   Dictionary of Greek

  • εκπαίδευση — η 1. η προσπάθεια της ενήλικης γενιάς να επιδράσει στην ανήλικη με την πνευματική, ηθική και σωματική αγωγή σύμφωνα με ορισμένο σχέδιο και για ορισμένο σκοπό, διαπαιδαγώγηση. 2. η ανάπτυξη των πνευματικών, ηθικών και σωματικών δυνάμεων, που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”